- απασπάτευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αψηλάφητος: Δεν μπορούσε να πάει απασπάτευτα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απασπάτευτος — η, ο αυτός που δεν τον πασπάτεψαν, δεν τον ψηλάφησαν … Dictionary of Greek
αψηλάφητος — αψηλάφητος, η, ο και αψηλάφιστος, η, ο αυτός που δεν ψηλαφήθηκε, απασπάτευτος, ανερεύνητος: Αποφάσισε να μην αφήσει αψηλάφητη την υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)